Κανείς φαίνεται να μην ξέρει ακριβώς πόσοι είναι οι εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις εργασίας στο Δημόσιο, με τον πρόεδρο της ΠΟΕ –ΟΤΑ να αναφέρεται σε 40.000 εργαζόμενους μόνο στους Δήμους. Στη χώρα αυτή μια πρωτιά θα έπρεπε να την έχουμε πάρει: αυτή της δημιουργικής λογιστικής και στατιστικής που κάθε φορά μπορούν και βγάζουν τα κατάλληλα για την περίσταση αποτελέσματα.
Σε πρόσφατο δημοσίευμα φαίνεται η Ελλάδα να έχει πλέον ένα δημόσιο τομέα πολύ πιο περιορισμένο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες:
ΧΩΡΑ
|
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ
|
ΑΡΙΘΜΟΣ Δ.Υ.
|
ΠΟΣΟΣΤΟ
|
ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
|
ΕΛΛΑΔΑ
|
11.257.285
|
741.148
|
6,58%
|
711,00
|
ΓΑΛΛΙΑ
|
64.351.000
|
5.269.000
|
8,80%
|
1.341,00
|
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
|
61.113.205
|
5.842.000
|
9,56%
|
1.010,00
|
ΔΑΝΙΑ
|
5.519.441
|
894.400
|
16,2%
|
2.154,00
|
ΠΗΓΗ: «ΕΨΙΛΟΝ» τευχ. 963, « ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ» 27/9/2009
Μάλλον στο ποσοστό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι «καλές» δημόσιες υπηρεσίες που ιδιωτικοποιήθηκαν ή στελεχώθηκαν εξ αρχής με συμβασιούχους εργαζόμενους, όπως π.χ, τα ΚΕΠ, που στην καλύτερη των περιπτώσεων, αμοίβονται με το βασικό μισθό.
Ωστόσο ένα είναι βέβαιο: ότι 25 χρόνια τώρα οι κυβερνήσεις εργάστηκαν συστηματικά στην κατεύθυνση της απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα αδιαφορώντας για την ασφάλεια των εργαζομένων και επιδιώκοντας τη μέγιστη ευελιξία τόσο στο δημόσιο τομέα, όσο και στον ιδιωτικό.
Ο δημόσιος τομέας, κατάντησε συνώνυμο του κρατισμού, του κυβερνητισμού και της κομματικοποίησης. Αυτή είναι και η κύρια αιτία που κατάντησε εχθρικός για την κοινωνία. Είναι τόση η «ανάγκη» της κάθε κυβέρνησης για παντελή έλεγχό του ώστε έφτασε πριν λίγες μέρες ο πρώην πρωθυπουργός να δηλώσει, απολογούμενος στην κοινωνία, ότι εμπόδιο για την «κάθαρσή» του αποτελούν τα υπηρεσιακά συμβούλια, όργανα που ανέκαθεν η σύνθεσή τους καθοριζόταν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις!
Η αύξηση της ευελιξίας της εργασίας στη χώρα μας με προσωρινές συμβάσεις που γίνονται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα για κάλυψη πάγιων και σταθερών αναγκών, έχει σαν βασικό σκοπό, εκτός από τον έλεγχο των εργαζομένων, τη μείωση του κόστους εργασίας, όταν η ίδια η Ευρωπαική Επιτροπή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελάδας προέρχεται από την αύξηση των περιθωρίων κέρδους» (Έκθεση 22/11/2006).
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η Έκθεση 2009 του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ (σελ. 18), αναφερόμενη στην «αποτυχία της εικοσιπενταετούς προσπάθειας να βελτιωθεί η ανταγωνιστι¬κότητα διαμέσου της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας, των ιδιωτικοποι¬ήσεων, της ενίσχυσης της κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα, της διεύρυνσης της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με κύριο μέσο την πραγματική μείωση των κοινωνικών δαπανών και της απορύθμισης του συστήματος κοινωνικής προστασίας»
Ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα όμως αποτελεί η «αδήλωτη εργασία», που αποτελεί και την κύρια πηγή φοροδιαφυγής και ειφοροδιαφυγής. Η πλειοψηφία των αδήλωτων εργαζόμενων ανήκουν στις πλέον ευάλωτες ομάδες της αγοράς εργασίας: είναι καταγεγραμμένοι ως άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι, εποχιακοί, φοιτητές, παιδιά και μετανάστες. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν έχουν τη δύναμη να διαπραγματευτούν τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, ενώ συνήθως απασχολούνται σε ευέλικτες μορφές εργασιακών σχέσεων, οι οποίες καθιστούν ακόμα πιο εύκολες τις παραβιάσεις της νομοθεσίας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η αδήλωτη εργασία εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 7% και 16% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 20 % και 40% του ΑΕΠ και υπάρχει σε βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως στις κατασκευές, το λιανεμπόριο και τον τουρισμό. (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ Έκθεση 2007 σελ. 317-324).