Μέτρα για την οικοδομική δραστηριότητα ή για την οικοδομή; ΤΑΥ τεύχος 83
Ενώ οι πιέσεις από πλευράς κατασκευαστών ακινήτων εντείνονται και αναμένεται η λήψη μέτρων για την αγορά ακινήτων, η πλειοδοσία στα προτεινόμενα μέτρα έχει περάσει σχεδόν κάθε προηγούμενο. Αναφερόμαστε σε πρόταση υφυπουργού της κυβέρνησης, που, υπερβαίνοντας τις προτάσεις των κατασκευαστών, κάποιες από τις οποίες οδηγούν σε έμμεση αύξηση των συντελεστών δόμησης (νομιμοποίηση χώρων λόγω αλλαγής χρήσης με μεταφορά συντελεστή δόμησης, νομιμοποίηση αυθαιρέτων και ημιϋπαιθρίων κλπ), δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι πρότεινε στην κυβέρνηση ούτε λίγο ούτε πολύ …την αύξηση των συντελεστών δόμησης! Και λέμε «σχεδόν κάθε προηγούμενο» επειδή υπήρξε και το γνωστό μέτρο του +ενός ορόφου που ελήφθη επί χούντας με πρωτοβουλία Παττακού! Ωστόσο, ζούμε σε μια χώρα με πολύ υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης και αν κάτι θα έπρεπε να απασχολεί, αυτό θα ήταν η λήψη μέτρων για τις ίδιες τις οικοδομές, σε συνδυασμό με μέτρα για την απασχόληση όλων των συντελεστών της κατασκευής και βέβαια με μέτρα για κοινωνική κατοικία για εκείνους που με όποια μέτρα κι αν ληφθούν δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν κατοικία. Ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων Παρ΄όλα αυτά, μέχρι σήμερα, ασαφέστατες παραμένουν οι προθέσεις της κυβέρνησης σχετικά με το ζήτημα της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων. Από τα ΜΜΕ, άλλοτε εμφανίζεται το υπουργείο Ανάπτυξης να προτίθεται να ανακοινώσει επιδοτούμενο πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει εργασίες όπως αλλαγή κουφωμάτων και καυστήρων, θερμομόνωση κλπ. και άλλοτε κυβερνητικός ευρωβουλευτής εμφανίζεται να πιέζει την κυβέρνηση να το κάνει. Περιμένουμε να δούμε σε τι ακριβώς συνίσταται η τροποποίηση του ΕΚ 1080/2006, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει δαπάνη για επενδύσεις ενεργειακού χαρακτήρα στη στέγαση, σε ύψος 4% του συνολικού προϋπολογισμού του ΕΤΠΑ, που αντιστοιχεί σε 20 δις για την Ελλάδα, αλλά και τις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν, -αν αναληφθούν- και το αν, ποιός και πόσο θα επιδοτηθεί. Περιμένουμε να δούμε και ποια τελικά θα είναι η στάση του ΥΠΕΧΩΔΕ, που φέρεται να θεωρεί ότι θα μπορούσαν να επιδοτηθούν από το Δημόσιο, σε ποσοστό έως και 50%, εργασίες ανακατασκευής κτιρίων και μετατροπής τους σε βιοκλιματικά, όπως εφαρμογή συστημάτων εξοικονόμησης ενέργειας, χρήση οικολογικών χρωμάτων και υλικών κ.λπ., ή αν οι προτάσεις Ξανθόπουλου σε εκδήλωση της Ο.Κ.Ε. στις 9 Απριλίου παραμείνουν προτάσεις που διατυπώθηκαν για τις ανάγκες της εκδήλωσης! Αντισεισμική προστασία Αν και τα παραπάνω αποτελούν μέτρα σε σωστή κατεύθυνση, -σε περίπτωση που συμβούν και δε μείνουμε στο μέτρο της αντικατάστασης κλιματιστικών με …ενεργειακά αποδοτικότερα-, αναρωτιέται κανείς πόσο παράλογο είναι να προβεί κανείς σε τέτοιας έκτασης οικοδομικές εργασίες χωρίς να συνδυάσει την αντισεισμική ενίσχυση της οικοδομής του. Η ενίσχυση αυτή είναι αναγκαία στα κτίρια που έχουν κτιστεί πριν από το 1985, τα ίδια κτίρια που χαρακτηρίζονται και ως πιο ενεργοβόρα. Η αντισεισμική προστασία βέβαια δεν αποτελεί αντικείμενο «πράσινης επιχειρηματικότητας» και γι αυτό δε συζητείται η επιδότησή της. Κανείς όμως δεν ισχυρίζεται ότι ενδιαφέρθηκε ποτέ να πείσει ότι είναι αναγκαίες τέτοιες ενισχύσεις στα πλαίσια της πολιτικής προστασίας σε μια χώρα με υψηλή σεισμική επικινδυνότητα όπως η χώρα μας και ότι άλλοι (η Ε.Ε) αρνήθηκαν αυτή την αναγκαιότητα. Ούτε βέβαια τέτοια πρόταση συμπεριλαμβάνεται στις πολυπαιγμένες από τα ΜΜΕ προτάσεις των κατασκευαστών. Ολοκληρωμένη πολιτική για το κτιριακό απόθεμα Σε ένα οργανωμένο κράτος, θα είχαν συνδυάσει τα μέτρα για την ενεργειακή και αντισεισμική αναβάθμιση των κτιρίων και με άλλα μέτρα πολιτικής όπως την ένταξη των υποβαθμισμένων περιοχών σε προγράμματα ανάπλασης, την προστασία των ιστορικών κέντρων και οικισμών με προτεραιότητα τη συντήρηση και όχι την κατεδάφιση, τον περιορισμό της λατομικής δραστηριότητας κλπ. Φαίνεται όμως ότι αυτά είναι πολύ δύσκολα σε μια χώρα σαν τη δική μας όπου προτεραιότητα έχει η εκλογολογία και η σκανδαλολογία, όπου η οικοδομική δραστηριότητα αποτελεί εθνική προτεραιότητα ακόμη κι όταν κινδυνεύει να εξελιχθεί σε φούσκα και όπου το κτιριακό απόθεμα γίνεται αντιληπτό μόνο ως εμπόδιο για νέες οικιστικές επεκτάσεις, ακόμα κι όταν τέτοιες επεκτάσεις δεν είναι αναγκαίες.